- αποκρημνος
- ἀπόκρημνοςἀπό-κρημνος21) обрывистый, крутой
(ὄρος Her.; χωρίον Thuc.: τόπος Xen.; πέτραι Arst.)
2) трудный(πάντα ἀπόκρημνα Dem.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ὄρος Her.; χωρίον Thuc.: τόπος Xen.; πέτραι Arst.)
(πάντα ἀπόκρημνα Dem.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀπόκρημνος — sheer masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόκρημνος — η, ο (Α ἀπόκρημνος, ον) αυτός που έχει γκρεμούς, κρημνώδης, απότομος αρχ. ο γεμάτος από δυσκολίες … Dictionary of Greek
απόκρημνος, -η — ο απόγκρεμος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποκρημνότατα — ἀπόκρημνος sheer adverbial superl ἀπόκρημνος sheer neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόκρημνον — ἀπόκρημνος sheer masc/fem acc sg ἀπόκρημνος sheer neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκρημνοτάτῳ — ἀπόκρημνος sheer masc/neut dat superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκρήμνοις — ἀπόκρημνος sheer masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκρήμνοισι — ἀπόκρημνος sheer masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκρήμνου — ἀπόκρημνος sheer masc/fem/neut gen sg ἀ̱ποκρήμνου , ἀποκρημνόω walk over a precipice imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀποκρημνόω walk over a precipice pres imperat act 2nd sg ἀποκρημνόω walk over a precipice imperf ind act 3rd sg (homeric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκρήμνους — ἀπόκρημνος sheer masc/fem acc pl ἀ̱ποκρήμνους , ἀποκρημνόω walk over a precipice imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀποκρημνόω walk over a precipice imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκρήμνων — ἀπόκρημνος sheer masc/fem/neut gen pl ἀ̱ποκρήμνων , ἀποκρημνόω walk over a precipice imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱ποκρήμνων , ἀποκρημνόω walk over a precipice imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)