αποκρημνος

αποκρημνος
    ἀπόκρημνος
    ἀπό-κρημνος
    2
    1) обрывистый, крутой
    

(ὄρος Her.; χωρίον Thuc.: τόπος Xen.; πέτραι Arst.)

    2) трудный
    

(πάντα ἀπόκρημνα Dem.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αποκρημνος" в других словарях:

  • ἀπόκρημνος — sheer masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απόκρημνος — η, ο (Α ἀπόκρημνος, ον) αυτός που έχει γκρεμούς, κρημνώδης, απότομος αρχ. ο γεμάτος από δυσκολίες …   Dictionary of Greek

  • απόκρημνος, -η — ο απόγκρεμος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποκρημνότατα — ἀπόκρημνος sheer adverbial superl ἀπόκρημνος sheer neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόκρημνον — ἀπόκρημνος sheer masc/fem acc sg ἀπόκρημνος sheer neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκρημνοτάτῳ — ἀπόκρημνος sheer masc/neut dat superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκρήμνοις — ἀπόκρημνος sheer masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκρήμνοισι — ἀπόκρημνος sheer masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκρήμνου — ἀπόκρημνος sheer masc/fem/neut gen sg ἀ̱ποκρήμνου , ἀποκρημνόω walk over a precipice imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀποκρημνόω walk over a precipice pres imperat act 2nd sg ἀποκρημνόω walk over a precipice imperf ind act 3rd sg (homeric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκρήμνους — ἀπόκρημνος sheer masc/fem acc pl ἀ̱ποκρήμνους , ἀποκρημνόω walk over a precipice imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀποκρημνόω walk over a precipice imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκρήμνων — ἀπόκρημνος sheer masc/fem/neut gen pl ἀ̱ποκρήμνων , ἀποκρημνόω walk over a precipice imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱ποκρήμνων , ἀποκρημνόω walk over a precipice imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»